- υποφαρμάσσω
- και ὑποφαρμάττω Αανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφαρμάσσοντες — ὑποφαρμάσσω spice pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττειν — ὑποφαρμάσσω spice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττεις — ὑποφαρμάσσω spice pres ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφαρμάττουσαν — ὑποφαρμάσσω spice pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)